δόγμα

δόγμα
δόγμα, ατος, τό (s. δογματίζω, δοκέω; X., Pla.+; loanw. in rabb.).
a formal statement concerning rules or regulations that are to be observed
of formalized sets of rules ordinance, decision, command (Pla., Rep. 3, 414b; Demosth. 25, 16; Plut., Mor. 742d; Da 3:10; 4:6; 6:13 Theod. al.; Mel., HE 4, 26, 5; Did., Gen. 221, 20) Hb 11:23 v.l. Of the rules or commandments of Jesus B 1:6; IMg 13:1; of the gospel D 11:3; of the apostles Ac 16:4 (cp. the Christian prayer in CSchmidt, GHeinrici Festschr. 1914, p. 71, 24). τριῶν γραμμάτων δόγματα λαμβάνειν receive instructions from three letters (of the alphabet) B 9:7; cp. 10:1, 9f. Of the Mosaic law (3 Macc 1:3; Philo, Gig. 52, Leg. All. 1, 54; 55 διατήρησις τ. ἁγίων δογμάτων; Jos., C. Ap. 1, 42) νόμος τῶν ἐντολῶν ἐν δ. law of commandments consisting in (single) ordinances Eph 2:15. τὸ καθʼ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δ. the bond that stood against us, w. its requirements Col 2:14.
of an imperial declaration (SEG IX, 8) decree (Jos., Bell. 1, 393; PFay 20, 22 a δ. of Alex. Severus) ἐξῆλθεν δ. (cp. Da 2:13 Theod.) παρὰ Καίσαρος Lk 2:1. ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράττειν act contrary to the decrees of Caesar Ac 17:7 (EJudge, The Decrees of Caesar at Thessalonica: Reformed Theological Review 30, ’71, 1–7).
something that is taught as an established tenet or statement of belief, doctrine, dogma (Pla. et al.; Plut., Mor. 14e; 779b; 1000d; Epict. 4, 11, 8; Herodian 1, 2, 4; Philo, Spec. Leg. 1, 269; Jos., Bell. 2, 142; apolog.; Theoph. Ant. 3, 3 [p. 210, 4]; ἡμέτερον δόγμα [=the Gospel] Orig., C. Cels. 2, 4, 20) of philosophical position δ. ἀνθρώπινον Dg 5:3. Of false prophets δ. ποικίλα τῆς ἀπωλείας διδάσκειν teach various doctrines that lead to perdition ApcPt 1 (Diod S 1, 86, 2 of relig. teaching [about the sacred animals of the Egyptians]). τὰ τοῦ πονηροῦ … δόγματα AcPlCor 2:2.—RAC III 1257–60; IV 1–24; Ferguson, Legal Terms, 47–49; Mason 39; Sherk, lit. on senatorial decrees p. 2f.—M-M. DELG s.v. δοκάω etc. New Docs 4, 146. S. διάταγμα. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δόγμα — that which seems to one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — το 1. θεμελιώδης αρχή, δοξασία: Θρησκευτικά δόγματα. 2. απόφαση της Εκκλησίας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Το δόγμα της τριπλής υπόστασης του Θεού. 3. το σύνολο των θρησκευτικών δοξασιών που γίνεται αποδεκτό από μια ομάδα ανθρώπων καθώς και οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αδριάνειο δόγμα — (Missio Hadriana).Διάταξη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Σύμφωνα με αυτή ο κληρονόμος μπορούσε να ζητήσει την προσωρινή νομή της κληρονομιάς, παρουσιάζοντας μια εξωτερικά ανεπίληπτη διαθήκη που τον καθιστούσε κληρονόμο. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρ.… …   Dictionary of Greek

  • Τερτυλλιάνειο δόγμα — Το πρώτο έργο νομοθετικής εξουσίας στα χρόνια του Αδριανού. Με το Τ.δ. δόθηκε στη μητέρα το δικαίωμα να έχει μερίδιο στην κληρονομιά της περιουσίας των παιδιών της. Το Τ.δ. (Actum Tertullianum) αποτελεί σταθμό στην ευρωπαϊκή νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • δόγμ' — δόγμα , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • δογμάτοιν — δόγμα that which seems to one neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογμάτων — δόγμα that which seems to one neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόγμασι — δόγμα that which seems to one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόγμασιν — δόγμα that which seems to one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”